-
1 ιστορία
ἱστορίᾱ, ἱστορίαinquiry: fem nom /voc /acc dualἱστορίᾱ, ἱστορίαinquiry: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἱστορίαι, ἱστορίαinquiry: fem nom /voc plἱστορίᾱͅ, ἱστορίαinquiry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ιστόρια
-
3 ἱστόρια
-
4 ἱστορία
ἱστορία, ας, ἡ (s. prec. entry; Hdt.+) prim. ‘inquiry’, then the results of inquiry: ‘story, account, recital’① account, story, in a gener. sense ἐν ταῖς ἱ. τῶν ιβ´ φυλῶν in the ‘accounts of the 12 Tribes’ GJs 1:1; γράψας τὴν ἱ. ταύτην 25:1a; cp. γράψαι τ. ἱ. 25:1b. Of a specific account ἱστορίαν περὶ γυναικὸς ἐπὶ πολλαῖς ἁμαρτίαις διαβληθείσης ἐπὶ τοῦ κυρίου, ἣν τὸ καθʼ Ἑβραίους εὐαγγέλιον περιέχει a story, recorded by the Gospel of the Hebrews, about a woman who was accused of many sins in the Lord’s presence Papias (2:17).② story as personal experience, story μήτι ἐν ἐμοὶ ἀνεκεφαλαιώθη ἡ ἱ. τοῦ Ἀδάμ; has the story of Adam been recapitulated with me? (cp. ApcMos 7) GJs 13:1.—DELG s.v. οἶδα. TW. -
5 ἱστορία
Βλ. λ. ιστορία -
6 ἱστορίᾳ
Βλ. λ. ιστορία -
7 ἱστορία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-1-6=7 Est 8,12g; 2 Mc 2,24.30.32(bis)account, story -
8 ἱστορία
A inquiry,ἱστορίῃσι εἰδέναι τι παρά τινος Hdt.2.118
, cf. 119;ἡ περὶ φύσεως ἱ. Pl.Phd. 96a
;αἱ περὶ τῶν ζῴων ἱ. Arist.Resp. 477a7
,al.;ἡ ἱ. ἡ περὶ τὰ ζῷα Id.PA 674b16
; ἡ ζωικὴ ἱ. ib. 668b30; περὶ φυτῶν ἱ., title of work by Theophrastus; systematic or scientific observation, Epicur.Ep.1p.29U.: abs., of science generally,ὄλβιος ὅστις τῆς ἱ. ἔσχε μάθησιν E.Fr. 910
(anap.); of geometry, Pythag. ap. lamb.VP18.89: in empirical medicine, body of recorded cases, Gal.1.144; mythology,Ἡσίοδον πάσης ἤρανον ἱστορίης Hermesian.7.22
.2 knowledge so obtained, information, Hdt.1 Praef., Hp.VM20;ὄψις ἐμὴ καὶ γνώμη καὶ ἱ. Hdt.2.99
; πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν for the knowledge of.., D.18.144;ἡ τῆς ψυχῆς ἱ. Arist.de An. 402a4
.II written account of one's inquiries, narrative, history, prob. in this sense in Hdt.7.96;αἱ τῶν περὶ τὰς πράξεις γραφόντων ἱ. Arist.Rh. 1360a37
, Po. 1451b3, Plb.1.57.5, al.; (iii B.C.);αἱ Μαιανδρίου ἱ. Inscr.Prien.37.105
; κοινὴ ἱ. general history, D.H.1.2; ἱ. Ἑλληνική, Ῥωμαϊκή, Plu.2.119d; restricted by some to contemporary history, Lat. rerum cognitio praesentium, Verr.Flacc. ap. Gell.5.18: generally, story, account, Call.Aet.3.1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστορία
-
9 ιστορία
1) story2) taleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ιστορία
-
10 ιστορίας
ἱστορίᾱς, ἱστορίαinquiry: fem acc plἱστορίᾱς, ἱστορίαinquiry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἱστορίας
ἱστορίᾱς, ἱστορίαinquiry: fem acc plἱστορίᾱς, ἱστορίαinquiry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ιστορίαι
ἱστορίαinquiry: fem nom /voc plἱστορίᾱͅ, ἱστορίαinquiry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ἱστορίαι
ἱστορίαinquiry: fem nom /voc plἱστορίᾱͅ, ἱστορίαinquiry: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 ἵστωρ
Grammatical information: m.Meaning: "the one who knows", `knowing, expert' (h. Hom. 32, 2, Heraklit., B., S.), `witness' (Hp., Boeot. inschr., Att. ephebe oath in Poll. 8, 106), in unclear meaning Σ 501, Ψ 486 (`witness' or `arbiter'?), also Hes. Op. 702.Compounds: Wit prefix: συν-ίστωρ `witness, conscious' (: σύν-οιδα; trag., Th., Plb.) with συνιστορέω `be sonscious of an affair' (hell.); ἐπι-ίστωρ `know sthing, familiar with' (φ 26, A. R., AP a. o.), ὑπερ-ίσ-τωρ `know all too well' (S. El. 850 [lyr.], momentary formation); ἀ-ΐστωρ `unknowing' (Pl. Lg. 845b, E. Andr. 682), πολυ-ΐστωρ `polyhistor' (D. H., Str.), φιλ-ίστωρ `who loves knowing' with φιλιστορέω (Str., Vett. Val.).Derivatives: ἱστόριον `testimony' (Hp.), ἱστορία (s. below). Denomin. verb ἱστορέω, also with prefix, e. g. ἀν-, ἐξ-, `be witness, expert, give testimony, recount, get testimony, find out, search' (Ion., trag., Arist., hell.) with ἱστόρημα `account' (D. H.); usu. ἱστορία, - ίη, formally from ἵστωρ, but functionally associated with ἱστορέω, `knowledge, account, (historical) account, history, search(ing), investigation' (Ion., Att., hell.). Adjective ἱστορικός `regarding the ἱστορία, ἱστορεῖν, historical' (Pl., Arist., hell.; cf. Chantraine Études sur le vocab. gr. 134-136).Etymology: From *Ϝίδ-τωρ, agent noun of οἶδα, ἴσμεν. The word and esp. the derivations ἱστορέω, ἱστορίη, arosen in Ionic, have spread with the Ionische science and rationalism over the hellenic and hellenistic world. The aspiration must be unoriginal; explan. in Schwyzer 226 and 306. - On the history of ἵστωρ, ἱστορέω, ἱστορίη E. Kretschmer Glotta 18, 93f., Fraenkel Nom. ag. 1, 218f., Snell Die Ausdrücke für die Begriffe des Wissens 59ff., K. Keuck Historia. Geschichte des Wortes und seiner Bedeutungen in der Antike und in den roman. Sprachen. Diss. Münster 1934, Frenkian REIE 1, 468ff., Leumann Hom. Wörter 277f., Muller Mnemos. 54, 235ff., Louis Rev. de phil. 81, 39ff.Page in Frisk: 1,740-741Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἵστωρ
-
15 ιστορίαν
-
16 ἱστορίαν
-
17 ιστορίη
ἱστορίαinquiry: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἱστορίαinquiry: fem dat sg (epic ionic) -
18 ιστοριών
-
19 ἱστοριῶν
-
20 ιστορίαις
См. также в других словарях:
ἱστορία — ἱστορίᾱ , ἱστορία inquiry fem nom/voc/acc dual ἱστορίᾱ , ἱστορία inquiry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστορία — η 1. αφήγηση γεγονότων που αναφέρονται σε ορισμένες περιόδους, σε λαούς, σε πρόσωπα κτλ.: Βυζαντινή ιστορία. – Ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης. – Ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου. – Φανταστική ιστορία. 2. επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… … Dictionary of Greek
ἱστορίᾳ — ἱστορίαι , ἱστορία inquiry fem nom/voc pl ἱστορίᾱͅ , ἱστορία inquiry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιστορία της Εβραιοπούλας της Μαρκάδος — Ποίημα άγνωστου ποιητή που αποτελείται από 810 στίχους. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1668. Αφηγείται την ερωτική ιστορία της Μαρκάδας, κόρης πλούσιου Εβραίου του Φαναριού με έναν Αλβανό χριστιανό, τον Δήμο. Ο Δήμος την παντρεύτηκε και… … Dictionary of Greek
Ιστορία του άρχοντος και σπαθαρίου Σταυράκη — Ποίημα άγνωστου ποιητή που αποτελείται από 326 στίχους. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1767. Αφηγείται την ιστορία του άρχοντα και σπαθάριου Σταυράκη, ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι μετά τον θάνατό του η περιουσία του θα περιερχόταν στην… … Dictionary of Greek
ἱστόρια — ἱστόριον fact neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek